- ευρωπαΐζω
- αμετ. европеизироваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευρωπαΐζω — [Ευρωπαίος] μιμούμαι τους Ευρωπαίους στον τρόπο ζωής, στα φερσίματα, κάνω τον Ευρωπαίο … Dictionary of Greek
εξευρωπαΐζω — [ευρωπαΐζω] καθιστώ κάποιον Ευρωπαίο ή κάτι ευρωπαϊκό, τόν εντάσσω στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και πολιτισμό … Dictionary of Greek